- συνένειμι
- συνένειμι,A to be all in together, POxy.929.12 (ii/iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνένειμι — Α ενυπάρχω μαζί με κάποιον ή με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔνειμι «βρίσκομαι μέσα σε κάτι»] … Dictionary of Greek